Οι άνδρες που τρώνε υγιεινές τροφές, έχουν αυξημένες πιθανότητες να έχουν και πιο υγιές σπέρμα, σύμφωνα με μια νέα ισπανική επιστημονική μελέτη, που αναδεικνύει τη σημασία της σωστής διατροφής για την ανδρική γονιμότητα.
Η έρευνα έγινε από ερευνητές του πανεπιστημίου της Μούρθια, υπό τον δρ. Jaime Mendiola, και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Fertlitiy and Sterility", σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερ.
"Μια υγιής και ισορροπημένη δίαιτα δεν είναι σημαντική μόνο για την αποφυγή ασθενειών όπως ο διαβήτης, η υψηλή χοληστερίνη ή υπέρταση, αλλά επίσης μπορεί να είναι χρήσιμη για τη διατήρηση ή τη βελτίωση της αναπαραγωγικής υγείας", σύμφωνα με τον Mendiola.
Άλλες μελέτες είχαν και στο παρελθόν επισημάνει ότι υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στην κατανάλωση ορισμένων τροφών και στην ανδρική γονιμότητα. Σε προηγούμενη έρευνά τους, οι ίδιοι ισπανοί ερευνητές είχαν ανακαλύψει ότι οι άνδρες που τρώνε περισσότερα γαλακτοκομικά προϊόντα και κρέας, καθώς επίσης λιγότερα λαχανικά και φρούτα, είναι πιο πιθανό να έχουν χειρότερη ποιότητα σπέρματος.
Στη νέα τους έρευνα, οι επιστήμονες, αφού απομόνωσαν την επίδραση άλλων παραγόντων (κάπνισμα, βάρος, έκθεση σε τοξικά χημικά), επιβεβαίωσαν ότι η διατροφή παραμένει σημαντικός παράγοντας για την κατάσταση του σπέρματος. Αναλύοντας την επίδραση επιμέρους τροφών, διαπίστωσαν ότι όσοι άνδρες τρώνε περισσότερους υδρογονάνθρακες, ίνες, φολικό οξύ, βιταμίνη C και λυκοπένιο (βασικό συστατικό της ντομάτας), έχουν φυσιολογικό σπέρμα. Επίσης οι άνδρες με υγιές σπέρμα τρώνε λιγότερα λίπη και πρωτεϊνες.
Από την άλλη, χαμηλά επίπεδα αντιοξειδωτικών θρεπτικών ουσιών (που υπάρχουν κυρίως στα φρούτα και λαχανικά) στη διατροφή "φαίνεται να έχουν αρνητική επίδραση στην ποιότητα του σπέρματος", σύμφωνα με τους ερευνητές.
Όλο και περισσότερες επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι η ποιότητα του σπέρματος και η ανδρική γονιμότητα έχουν μειωθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Σε ορισμένες χώρες της βόρειας Ευρώπης, όπως η Δανία, υπολογίζεται ότι το 40% των ανδρών έχουν ποιότητα σπέρματος χαμηλότερη από την ενδεδειγμένη για γονιμότητα. Το στιλ ζωής, η έκθεση σε τοξικά χημικά, η μόλυνση του περιβάλλοντος και η κακή διατροφή συμβάλλουν στην αρνητική αυτή εξέλιξη.
Η έρευνα έγινε από ερευνητές του πανεπιστημίου της Μούρθια, υπό τον δρ. Jaime Mendiola, και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Fertlitiy and Sterility", σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερ.
"Μια υγιής και ισορροπημένη δίαιτα δεν είναι σημαντική μόνο για την αποφυγή ασθενειών όπως ο διαβήτης, η υψηλή χοληστερίνη ή υπέρταση, αλλά επίσης μπορεί να είναι χρήσιμη για τη διατήρηση ή τη βελτίωση της αναπαραγωγικής υγείας", σύμφωνα με τον Mendiola.
Άλλες μελέτες είχαν και στο παρελθόν επισημάνει ότι υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στην κατανάλωση ορισμένων τροφών και στην ανδρική γονιμότητα. Σε προηγούμενη έρευνά τους, οι ίδιοι ισπανοί ερευνητές είχαν ανακαλύψει ότι οι άνδρες που τρώνε περισσότερα γαλακτοκομικά προϊόντα και κρέας, καθώς επίσης λιγότερα λαχανικά και φρούτα, είναι πιο πιθανό να έχουν χειρότερη ποιότητα σπέρματος.
Στη νέα τους έρευνα, οι επιστήμονες, αφού απομόνωσαν την επίδραση άλλων παραγόντων (κάπνισμα, βάρος, έκθεση σε τοξικά χημικά), επιβεβαίωσαν ότι η διατροφή παραμένει σημαντικός παράγοντας για την κατάσταση του σπέρματος. Αναλύοντας την επίδραση επιμέρους τροφών, διαπίστωσαν ότι όσοι άνδρες τρώνε περισσότερους υδρογονάνθρακες, ίνες, φολικό οξύ, βιταμίνη C και λυκοπένιο (βασικό συστατικό της ντομάτας), έχουν φυσιολογικό σπέρμα. Επίσης οι άνδρες με υγιές σπέρμα τρώνε λιγότερα λίπη και πρωτεϊνες.
Από την άλλη, χαμηλά επίπεδα αντιοξειδωτικών θρεπτικών ουσιών (που υπάρχουν κυρίως στα φρούτα και λαχανικά) στη διατροφή "φαίνεται να έχουν αρνητική επίδραση στην ποιότητα του σπέρματος", σύμφωνα με τους ερευνητές.
Όλο και περισσότερες επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι η ποιότητα του σπέρματος και η ανδρική γονιμότητα έχουν μειωθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Σε ορισμένες χώρες της βόρειας Ευρώπης, όπως η Δανία, υπολογίζεται ότι το 40% των ανδρών έχουν ποιότητα σπέρματος χαμηλότερη από την ενδεδειγμένη για γονιμότητα. Το στιλ ζωής, η έκθεση σε τοξικά χημικά, η μόλυνση του περιβάλλοντος και η κακή διατροφή συμβάλλουν στην αρνητική αυτή εξέλιξη.